- επιδεκτικότητα
- Μέτρο της ιδιότητας ενός υλικού (στερεού, υγρού ή αερίου) να πολώνεται όταν υφίσταται τη δράση ενός μαγνητικού πεδίου, δηλαδή να παρουσιάζει μαγνητικό χαρακτήρα στην επιφάνειά του. Στην ηλεκτροστατική, η ε. είναι η ιδιότητα των σωμάτων να εμφανίζουν επιφανειακά ηλεκτρικά φορτία με φαινόμενα πόλωσης. Συνεπώς, η ιδιότητα περιορίζεται στα διηλεκτρικά, εφόσον στα μη διηλεκτρικά υλικά η δράση ενός ηλεκτρικού πεδίου δημιουργεί επιφανειακά ηλεκτρικά φορτία μόνο εξ επαγωγής.
Ως μέτρο της πόλωσης ορίζεται η μαγνητική (ή ηλεκτρική) ροπή την οποία αποκτά το σώμα ανά μονάδα όγκου. Για μια λεπτή και επιμήκη ράβδο, η ένταση πόλωσης δίνεται από τη σχέση μεταξύ μαγνητικής (ή ηλεκτρικής) ροπής της ράβδου και του όγκου της, και συμπίπτει με την επιφανειακή πυκνότητα του μαγνητισμού (ή του ηλεκτρικού φορτίου) στα δύο άκρα της.
Ηλεκτρική ε. Είναι η σταθερά αναλογίας της σχέσης P = εο·Χe·E, όπου P είναι η ένταση της διηλεκτρικής πόλωσης, ε η διηλεκτρική σταθερά του κενού και Ε η ένταση του ηλεκτρικού πεδίου. Η τιμή της ηλεκτρικής ε. εξαρτάται από τη μικροσκοπική δομή του κάθε υλικού.
Μαγνητική ε. Iσούται με τη σταθερά αναλογίας της σχέσης Μ = Χm·H, όπου M είναι η ένταση της μαγνητικής πόλωσης και Η η ένταση του πεδίου. Για τα διαμαγνητικά υλικά είναι xm < 0 και αρκετά μικρή και σταθερή με τη μεταβολή του Η. Για τα παραμαγνητικά υλικά είναι xm > 0, σχετικά μικρή και σταθερή με τη μεταβολή του Η. Για τα σιδηρομαγνητικά υλικά είναι xm > 1 και μεταβάλλεται μέσα σε αρκετά ευρεία όρια με τη μεταβολή του Η.
* * *η [επιδεκτικός]η ικανότητα ή η καταλληλότητα να δέχεται κάποιος κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.